πολυμερείᾳ

πολυμερείᾳ
πολυμερείᾱͅ , πολυμέρεια
a consisting of many parts
fem dat sg (attic doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • πολυμέρεια — a consisting of many parts fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυμέρεια — η 1. η ιδιότητα του να αποτελείται κάποιος από πολλά μέρη (αντίθ. μονομέρεια). 2. το να ασχολείται κανείς με πολλά: Πολυμέρεια μόρφωσης. – Πολυμέρεια δράσης κτλ …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πολυμέρεια — η, ΝΜΑ, και πολυμερία, Μ [πολυμερής] το να αποτελείται κάτι από πολλά μέρη νεοελλ. 1. το να ασχολείται κανείς με πολλά 2. η επίδοση κάποιου σε πολλούς τομείς τής γνώσης («πολυμέρεια μόρφωσης») 3. χημ. α) η ιδιότητα τού πολυμερούς β) όρος που… …   Dictionary of Greek

  • πολυμερείας — πολυμερείᾱς , πολυμέρεια a consisting of many parts fem acc pl πολυμερείᾱς , πολυμέρεια a consisting of many parts fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυμέρειαν — πολυμέρεια a consisting of many parts fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μέρεια — μέρεια, ἡ (Α) 1. μερίδα 2. (κατά τον Ησύχ.) «φυλῆς μέρος ἐκ δέκα τρι(ακ)άδων συνεστός». [ΕΤΥΜΟΛ. Κατ απόσπαση από συνθ. σε μέρεια (πρβλ. πολυμερής > πολυμέρεια)] …   Dictionary of Greek

  • πολυμερία — ἡ, Μ βλ. πολυμέρεια …   Dictionary of Greek

  • Βεάκης, Αιμίλιος — (Πειραιάς 1884 – Αθήνα 1951). Ηθοποιός του θεάτρου, από τους σημαντικότερους του 20ού αι. Μικρός έμεινε ορφανός και μεγάλωσε στα χέρια στοργικών συγγενών του, ενώ νωρίς αισθάνθηκε κλίση προς το θέατρο και τη ζωγραφική. Το 1900, προτού καν… …   Dictionary of Greek

  • Γκασέντ, Πιερ — (Pierre Gassend, Σαντερσιέ, Προβηγκία 1592 – Παρίσι 1655).Γάλλος μαθηματικός και φιλόσοφος. Ξεκίνησε τη σταδιοδρομία του ως ιερέας στην Ντιν, ενώ αργότερα δίδαξε φιλοσοφία στο πανεπιστήμιο του Εξ (1616 22). Κατά τη διάρκεια μιας μακρόχρονης… …   Dictionary of Greek

  • Δον Ζουάν — Λογοτεχνικός ήρωας. Στην ερωτική μυθολογία της Δύσης ο Δ.Ζ. εγγράφεται ως μια προνομιακή μορφή, της οποίας οι μεταμορφώσεις είναι ιδιαίτερα αποκαλυπτικές για την εικόνα που κάθε ιστορική εποχή σχηματίζει για τον έρωτα. Ο Δ.Ζ., αντίθετα με τον… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”